- πεδωρυχος
- πεδώρυχοςπεδ-ώρῠχοςὅ землекопатель Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πεδώρυχος — και πεδωρύχος, ον, Α αυτός που ανασκάπτει το έδαφος τής γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + ώρυχος / ωρύχος (< ὀρυσσω), πρβλ. κατ ώρυχος, χρυσ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
πεδώρυχε — πεδώρυχος digging the soil masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)